Το φθινόπωρο
Περιγραφή
Ένας άντρας, επιστρέφοντας από τις διακοπές του Αυγούστου, βρίσκεται εγκλωβισμένος στον κουρασμένο γάμο του. Η σύζυγός του, η Σάντρα, είναι ακόμη όμορφη, μα εκείνος δεν κατορθώνει πια να νιώσει πόθο γι’ αυτήν. Κατά τη διάρκεια ενός μοναχικού περιπάτου του σε μια υπαίθρια αγορά της Ρώμης, γοητεύεται από έναν παλιό τόμο σχετικά με τους καλλιτέχνες της Μονμάρτρης, μένοντας υπνωτισμένος από την εικόνα της Ζαν Εμπιτέρν, της συντρόφου του ζωγράφου Αμεντέο Μοντιλιάνι, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Κόβει τη σελίδα, τη διπλώνει με προσοχή και την κουβαλάει για μέρες στην τσέπη του. Τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν μονάχα στο μυαλό του, ώσπου η Σάντρα προσκαλεί ένα βράδυ για δείπνο μια ξεχασμένη ξαδέρφη της, την Τζέμα. Ο αφηγητής διαπιστώνει τότε την εκπληκτική ομοιότητα της κοπέλας με τη Ζαν. Και η εμμονή αρχίζει να εξαπλώνεται πλέον μοιραία στην πραγματικότητα, ενόσω το φθινόπωρο τυλίγει τα πάντα ολόγυρα στην αιώνια πόλη με το αδυσώπητο και διάφανο φως του.
«Πάλι καλά που είναι φθινόπωρο» είπε ο Τζιτάνι. «Ποια άλλη εποχή είσαι πραγματικά ελεύθερος να είσαι αυτό που είσαι;»
Τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει τι εννοούσε κι εκείνος ξεκίνησε μια απολαυστική κουβέντα. Η άνοιξη ήταν μια υπόσχεση ευτυχίας που δεν γινόταν ποτέ πραγματικότητα (ύστερα από μερικά χρόνια αυτό το παίρναμε απόφαση), το καλοκαίρι σού επέβαλλε την ευθυμία (και οι εξαναγκασμοί δεν ήταν ποτέ ήπιοι), ο χειμώνας ήταν η παρομοίωση του θανάτου, αλλά, όπως έλεγε κι ο Επίκουρος, εάν υπήρχε ο θάνατος δεν υπήρχαμε εμείς (πολλή δουλειά, πολλές συναντήσεις μες στον χειμώνα). Οπότε δεν έμενε τίποτε άλλο παρά το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο ήταν αυτό το ελεύθερο τέταρτο του χρόνου –ελεύθερο καταρχάς από τον δογματισμό του καιρού (όταν έκανε πολύ κρύο ή πολλή ζέστη, τα υπαρξιακά ενδεχόμενα μειώνονταν αυτομάτως)–, όπου ο καθένας μπορούσε να είναι ό,τι ήθελε, να παίρνει τη μορφή που προτιμούσε.