Ευρώπη
Περιγραφή
Ευρώπη, η αρπαγή της . Η αναζήτησή της απ’ τον Κάδμο και η ίδρυση της Θήβας. Λητώ και Νιόβη.
Η Ευρώπη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο Europa.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελληνικής Μυθολογίας Ευρώπη-Λητώ και Νιόβη:
(…)– Γέννησα δεκατέσσερα παιδιά, απάντησε περήφανα η Νιόβη. Τ’ αγόρια µου αγωνίζονται στις αρματοδρομίες και μέσα στις παλαίστρες. Τα κορίτσια µου είναι το στολίδι και το καμάρι της Θήβας! Πώς λοιπόν η Λητώ, µε δυο παιδιά μονάχα, είναι πιο άξια μητέρα;
– Ας είσαι και βασίλισσα, κάποτε όμως βύζαξες το γάλα µου, γι’ αυτό θα σου πω να πάρεις τα λόγια σου πίσω. Μπορείς να περηφανεύεσαι όσο θέλεις µε τους θνητούς, μείνε όµως ταπεινή µε τους αθάνατους, γιατί οι θεοί έχουν τρομερή δύναμη κι οι άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι μπροστά τους.
– Είμαι πιο δυνατή απ’ τη Λητώ εγώ!
– Κόρη µου, λογικέψου!
– Είμαι η χαϊδεμένη των θεών. Μου δίνουν δύναμη τα δεκατέσσερα παιδιά µου. Με προστατεύει ο άντρας µου, που είναι βασιλιάς της Θήβας και γιος του Δία!
– Αχ! ας γινόταν να μην μπορούσαν να μάθουν οι θεοί τι λένε και πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, ίσως τότε να μην πάθαινες κακό, µα τώρα φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι την καταστροφή, κυρά µου.
Και πραγματικά η Λητώ τα έμαθε όλα και τότε φώναξε τη μάντισσα Μαντώ, την κόρη του προφήτη Τειρεσία, και γεμάτη θυμό, είπε:
– Τρέξε να προστάξεις όλες τις μητέρες της Θήβας να µου προσφέρουν ταπεινά θυσίες. Και μην παρακούσει καμιά γιατί η συµφορά που θα πέσει απάνω της θα είναι η χειρότερη που μπορεί να βάλει ο νους της.
Καθόλου δεν άργησε η Μαντώ να βγει στους δρόμους και να διαλαλεί την προσταγή της θεάς. Κι αμέσως όλες οι μητέρες έτρεξαν να προσφέρουν θυσίες στη θεά Λητώ. Η Νιόβη όµως έµεινε στο παλάτι…
– Πήγαινε, κυρά µου κι αρχόντισσα, πήγαινε πριν έρθει η συµφορά. Πήγαινε τώρα, γιατί σε λίγο θα ’ναι πια πολύ αργά, είπε η παραμάνα της.
– Δε φοβάμαι εγώ τη Λητώ. Εγώ δεν ταπεινώθηκα ποτέ. Εγώ δε θα ταπεινωθώ και τώρα. Έχω δεκατέσσερα παιδιά. Εγώ είμαι η πιο άξια μητέρα! Δε θα πάω να της προσφέρω θυσία! Και δεν πήγε…
Και τότε η Λητώ, φώναξε τα δυο παιδιά της, τους αλάθευτους σαϊτευτές Απόλλωνα και Άρτεµη και µε φωνή που έτρεμε από θυμό, τους μίλησε για τη μεγάλη προσβολή που της έγινε, και μετά πρόσθεσε:
– Αν δεν τιμωρηθεί η Νιόβη, θα πάψουν πια να µε σέβονται οι άνθρωποι και δε θα µε λατρεύουν σαν θεά. Οι βωμοί µου θα ερημώσουν και οι άλλοι θεοί δε θα µε λογαριάζουν πια.
– Όχι μητέρα, δε θ’ αφήσουµε να σε ταπεινώσει μια θνητή γυναίκα, όποια κι αν είναι, είπε ο Απόλλωνας. Ξέρουμε τι θέλεις από µας και θα το κάνουμε.
– Πάμε, αδερφέ µου, λέει η Άρτεµη, και θα δούμε πόσα παιδιά θα έχει σε λίγο η ξιπασμένη αυτή γυναίκα, που τόλμησε να προσβάλει μια θεά και µμάλιστα τη μητέρα µας. Κι αμέσως ξεκίνησαν κι οι δυο για τη Θήβα ενώ οι αλάθευτες σαΐτες τους κροτούσαν μέσα στις θήκες τους προμηνώντας το μεγάλο κακό.
Έφτασαν την ώρα που όλοι οι νέοι της Θήβας παίρνανε μέρος στους αγώνες που γίνονταν κάτω από το κάστρο της πόλης. Ανάμεσα στους αθλητές αγωνίζονταν πιο άξια απ’ όλους και τα εφτά παλικάρια της Νιόβης και του Αμφίονα. (…)