Αργοναύτες
Περιγραφή
Η Αργοναυτική Εκστρατεία από τις αιτίες της ως την επιτυχία και την τραγωδία που ακολουθεί.
Το βιβλίο Αργοναύτες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο Jason and the Argonauts.
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Αργοναύτες”:
Η Αργοναυτική εκστρατεία – Το ξεκίνημα
(…) Στο άκουσµα του τραγουδιού του Ορφέα, οι Αργοναύτες σκίρτησαν. Τέτοια φωνή δεν ξανακούστηκε ποτέ και τέτοιους ήχους δεν ξανάβγαλε καµιά κιθάρα. Μα η συγκίνηση κορυφώθηκε όταν ένας ένας µπήκαν στο τραγούδι όλοι οι Αργοναύτες. Με τη βροντώδικη φωνή του Ορφέα να δεσπόζει, και όλους τους άλλους να συνοδεύουν µε πάθος και µε δύναµη, γέµισε το πέλαγος από θυελλώδεις ήχους και φλογερούς στίχους που φτάναν στην ακτή σαν ένα συγκλονιστικό προµήνυµα θριάµβου.
Ο Ορφέας, ο άφθαστος τραγουδιστής και ποιητής, έδινε φτερά στους ήρωες που μ’ ενθουσιασμό ρίχνονταν για κει που τους τραβούσε το χρέος.
Πάµε σ’ άγνωστη γη
µέσα απ’ άγνωστους δρόµους.
Την τύχη µας την ξέρουν οι αθάνατοι θεοί.
Εµείς όµως τολµάµε και πιστεύουµε.
Έχουµε φλόγα στην καρδιά!
Που τη θρέφουν τα µεγάλα µας όνειρα!
Εµείς τραβάµε για το δέρας το χρυσόµαλλο!
Εµείς τραβάµε για να φέρουµε
την οµορφιά στη γη µας!
Άφωνοι απόµειναν στην ακτή οι άνθρωποι. Τέτοιες στιγµές τις ζει ο κόσµος µια φορά στα χίλια χρόνια. Με µάτια υγρά ο Αίσονας και η γυναίκα του ζούσαν την πιο µεγάλη στιγµή της ζωής τους, κι ας ήταν στιγµή χωρισµού.
Το πλοίο αποµακρυνόταν. Το τραγούδι έσβηνε κι ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά µπροστά απ’ την Αργώ που τραβούσε για την ανατολή.
Σε λίγο το τραγούδι δεν ακουγόταν καθόλου. Τα τολµηρά παλικάρια βρίσκονταν τώρα µακριά στον ορίζοντα, ενώ ο ήλιος από πάνω τους φώτιζε τη µεγάλη µέρα, ώσπου η Αργώ, ένα µικρό σηµαδάκι, χάθηκε σιγά σιγά πίσω απ’ τα κύµατα. Και όµως ο Αίσονας δεν έλεγε να πάρει τα µάτια του απ’ τη θάλασσα. «Ποιος ξέρει αν θα ξαναδώ τον Ιάσονα», έλεγε. «Ποιος ξέρει τι τους καρτερεί στο δρόµο κι αν θα µπορέσουν να γυρίσουν µε το χρυσόµαλλο δέρας στην Ελλάδα.
Ας είναι όµως. Όταν ο σκοπός είναι τόσο ιερός αξίζει να κινδυνεύει κανείς. Εγώ θα σφίξω την καρδιά µου και θα περιµένω». Κι ύστερα, αφού σκούπισε µόνος του τα δακρυσµένα µάτια της µάνας, πρόσθεσε: «Αυτό θα κάνουµε και οι δυο». Κι αµέσως µετά την τράβηξε απ’ το µπράτσο κι αργά αργά γύρισαν µαζί στο φτωχικό τους. (…)