Δαίδαλος και Ίκαρος
Περιγραφή
Ο Δαίδαλος καλλιτέχνης, αρχιτέκτονας και εφευρέτης. Η πτήση του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Βορέας και Αίολος.
Το βιβλίο Δαίδαλος και Ίκαρος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο Daedalus and Icarus.
Δαίδαλος και Ίκαρος
[…] – Παιδί µου, Ίκαρε, δεν είναι εύκολο το ταξίδι µας. Έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε, όμως θα τα καταφέρουμε αν είμαστε προσεχτικοί. Δεν πρέπει να πετάµε πολύ χαμηλά, μη βρέξει η θάλασσα τα φτερά µας, ούτε πολύ ψηλά, γιατί ο ήλιος μπορεί να λιώσει το κερί και τότε τα φτερά µας θα διαλυθούν. Θα πετάµε ήσυχα και σταθερά όπως οι πελαργοί. Και τότε, να είσαι σίγουρος, θα κάνουμε καλό και ωραίο ταξίδι.
– Πότε θα φτάσουμε στην Αθήνα, πατέρα;
– Δεν ξέρω, παιδί µου. Το σκέφτηκα πολύ. Δυστυχώς δεν κάνει να πάμε στην Αθήνα. Φοβάμαι πως μόλις το μάθει ο Μίνωας θα κάνει πόλεµο, όχι µόνο για να µας ξαναφέρει στην Κρήτη, αλλά και για να τιμωρήσει την Αθήνα που µας δέχτηκε. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως δεν είναι σωστό να γίνουµε η αιτία να ξεσπάσει μια συµφορά, ποιος ξέρει µε πόσο αίμα και καταστροφές.
– Θα ’ρχομαι πίσω σου, πατέρα, και θα πάμε όπου εσύ νομίζεις.
– Έτσι πρέπει, Ίκαρε. Και τώρα ήρθε η μεγάλη στιγμή. Είναι μια στιγμή που ίσως να μην την ξεχάσουν ποτέ οι άνθρωποι. Ξεκινάµε, και να θυμάσαι τις συµβουλές µου, είπε στο τέλος ο Δαίδαλος και μετά χτύπησε τα μεγάλα και ωραία φτερά του.
Το ίδιο έκανε κι ο Ίκαρος κι αμέσως ανέβηκαν και οι δυο στον ουρανό. Και να που σε λίγο περνούσαν πάνω απ’ το παλάτι του Μίνωα. Η Πασιφάη, γεμάτη αγωνία, είχε βγει από νωρίς στη μεγάλη βεράντα. Πάνω στην ώρα, αναζητώντας τη γυναίκα του, βγήκε κι ο Μίνωας και τα µάτια του αμέσως σκάλωσαν στο απίστευτο θέαµα.
– Πασιφάη, Πασιφάη! Πρώτη φορά το βλέπω, δυο θεοί πετούν στον ουρανό!
– Δυο πραγματικοί θεοί, είπε η Πασιφάη κι έκρυψε το πρόσωπό της γιατί τα µάτια της γέμισαν δάκρυα.
Όμορφα πετούσαν, ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος.
Σε λίγο φάνηκε το πρώτο νησί των Κυκλάδων, ένα νησί που έμοιαζε µε μισοφέγγαρο. Ήταν η Θήρα, που πήρε αυτό το σχήμα από τη δράση του ηφαιστείου της. Πετώντας βορειότερα, συνάντησαν τη Νάξο, το νησί του Διόνυσου κι ύστερα τη Δήλο όπου ξεχώριζε ο ναός του Απόλλωνα. Μετά ανοίχτηκαν ξανά πάνω απ’ το πέλαγος.
Ο Ίκαρος ήταν κατενθουσιασμένος. Τα παιχνιδίσματα δεν έλειψαν βέβαια από το πέταγμά του, φαίνονταν όμως ακίνδυνα. Παρ’ όλα αυτά ο πατέρας του ανησυχούσε και του φώναζε:
– Ήσυχα και σταθερά, Ίκαρε!
– Μη φοβάσαι, πατέρα, δεν υπάρχει κίνδυνος!
– Υπάρχει, παιδί µου, υπάρχει. Πρόσεχε, δεν είναι παιχνίδι το ταξίδι µας.
Μα δυστυχώς ο νεαρός Ίκαρος πίστευε στον εαυτό του πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε και δεν άκουσε τη συµβουλή του πατέρα του. Έτσι χάθηκε κι ο Φαέθοντας, έτσι θα χαθεί κι ο Ίκαρος. Έτσι γίνεται χιλιάδες χρόνια κι έτσι θα γίνεται πάντα. Όμως η τόλμη χρειάζεται στον άνθρωπο και δε φταίνε τα παιδιά αν την έχουν αυτά πιο πολύ.
Και ο Ίκαρος ήταν τολμηρός. Το ύψος τον μεθούσε, ο ήλιος τον μάγευε και η συµβουλή του πατέρα του ήταν σαν να μην υπήρχε πια. Όταν ο Δαίδαλος γύρισε το κεφάλι του για να δει πώς πετά ο γιος του δεν τον είδε πίσω του. Κατατρομαγμένος ψάχνει µε τα µάτια του τον ουρανό και µε δυσκολία διακρίνει ένα μικρό σημάδι να κινείται κοντά στο δίσκο του ήλιου.
– Ίκαρε! φωνάζει απελπισμένα, Ίκαρε, γύρνα πίσω! µα η φωνή του, όσο δυνατή κι αν ήταν, χάθηκε μέσα στην απεραντοσύνη του ουρανού, χωρίς να φτάσει στο παιδί του. (…)