Η αρπαγή της Περσεφόνης
Περιγραφή
Δήμητρα και Περσεφόνη. Ο Ερυσίχθονας σκοτώνει τα δέντρα. Άρτεμη, Ιππόλυτος και Φαίδρα. Ακταίωνας.
Η Αρπαγή της Περσεφόνης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο The Myth of Persephone.
Η Αρπαγή της Περσεφόνης αποσπάσματα από το βιβλίο:
Δήμητρα
(…) Χρόνο για χάσιµο δεν είχε η καλή θεά. Ντύθηκε γρήγορα σαν απλή γυναίκα, µπερδεύτηκε µε τους θνητούς κι άρχισε τη δουλειά.
Δύσκολη δουλειά! Δεν µπορούσαν να καταλάβουν εύκολα οι άνθρωποι. Πολλές φορές έσκαβε µόνη της, φύτευε, πότιζε, σκάλιζε, κι όλο έδειχνε τη δουλειά της, κι όλο µιλούσε. Και πόσες δυσκολίες δε συνάντησε. Πολλοί την κορόιδευαν. Ενώ ήταν κουτοί έκαναν τον έξυπνο. Την έλεγαν τρελή και έλεγαν πως έτσι είναι ο κόσµος φτιαγµένος απ’ τους θεούς και πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Οι πιο γνωστικοί όµως, παρακολουθούσαν µε προσοχή, βλέπανε πως τους έλειπαν γνώσεις, πως µαθαίνανε καινούρια πράγµατα και ριχτήκανε στη δουλειά.
Και η ανταµοιβή δεν άργησε. Πόσο πιο πλούσιο ήταν τώρα το στάχυ που βγήκε από το σπόρο που φύτεψαν οι ίδιοι! Και πόσο πιο µεγάλη ήταν η χαρά που έδινε αυτό το ποτισµένο µε ιδρώτα χωράφι µε τα γυρτά απ’ τον πολύ καρπό στάχυα!
Τώρα πια φαινόταν καθαρά ποιο ήταν το σωστό και σιγά σιγά όλοι άρχισαν να καλλιεργούν τη γη. Σταµάτησαν να γυρνούν µέσα στα δάση ψάχνοντας για καρπούς. Άρχισαν να χτίζουν σπίτια κι ολόκληρα χωριά, απόχτησαν κατοικίδια ζώα, έµαθαν τέχνες και γράµµατα, έχτισαν πολιτείες που τις στόλισαν µε ωραία έργα, ναούς και αγάλµατα. Έτσι ήρθε ο πολιτισµός και θα ’ρχόταν και µια σταθερή ειρήνη αν ο Άρης, αυτός ο αιµοχαρής θεός του πολέµου, δεν έσπρωχνε τους ανθρώπους στον πόλεµο. Αλλά τώρα η δουλειά του γινόταν δύσκολη, γιατί ο νέος τρόπος ζωής έκανε τους ανθρώπους να µισούν τον πόλεµο σαν τη µεγαλύτερη κατάρα του κόσµου. (…)
Η Αρπαγή της Περσεφόνης
(… ) Η Περσεφόνη έπαιζε και µάζευε λουλούδια µαζί µε τις φιλενάδες της, τις Ωκεανίδες, στην ανθισµένη κοιλάδα της Νύσσας. Ήταν όλα τόσο όµορφα: τα µυρωδάτα λουλούδια, τα πράσινα δέντρα, τα πουλιά που κελαηδούσαν, τα νερά που κελάρυζαν. Μεθυσµένη απ’ την τόση οµορφιά η Περσεφόνη έτρεχε σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι, χωρίς να καταλάβει πως ξεµάκρυνε από τις φίλες της. Και ενώ έτσι αµέριµνη χαιρόταν την όµορφη φύση, κάπου εκεί κοντά παραµόνευε, κρυµµένος σε µια σχισµή της γης, ο Πλούτωνας, ο βασιλιάς του Άδη.
Κάποια στιγµή τράβηξε την προσοχή της Περσεφόνης ένας ωραίος µυρωδάτος νάρκισσος που µόλις είχε ανοίξει τα πέταλά του. Τον έκοψε και τον έφερε στο πρόσωπό της για να µυριστεί το όµορφο λουλούδι. Πεντάµορφη ήταν πάντα η Περσεφόνη, µα εκείνη τη στιγµή ήταν ακόµα οµορφότερη. Και ο Πλούτωνας τότε, δεν κρατήθηκε άλλο. Δίνει µια και σχίζει τη γη και ξεπροβάλλει ολόκληρος στο φως µε το χρυσό του άρµα και τα αθάνατα κατάµαυρα άλογα του Άδη. Στη στιγµή αρπάζει την Περσεφόνη πάνω στο άρµα του. «Μάνα, µ’ αρπάζουν!», µόλις που πρόλαβε να ξεφωνίσει σπαράζοντας η κόρη και γρήγορα ξαναχάθηκαν όλοι µέσα στη σκοτεινή γη, γιατί τα άλογα του Πλούτωνα δεν µπορούσαν ν’ αντικρίζουν το φως της ηµέρας που τα θάµπωνε. (…)