Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου
Περιγραφή
Αρχές Μαρτίου 2012, ο Χάρης Νικολόπουλος επιστρέφει από τη Ναύπακτο στην Αθήνα, όταν η μητέρα του διαγιγνώσκεται με Αλτσχάιμερ πρώιμης έναρξης. Του έχουν λείψει η πόλη και οι φίλοι του, αλλά τίποτα δεν είναι όπως το άφησε. Μέσω του οίκου ευγηρίας όπου μεταφέρεται η μητέρα του, ο Χάρης γνωρίζει μια ψυχολόγο, η οποία διευθύνει έναν ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες και θύματα σεξουαλικού τράφικινγκ.
Η δολοφονία της ψυχολόγου θα σταθεί αφορμή για να ξεκινήσει ο Χάρης μια κατάβαση στην κόλαση του υποκόσμου, στον κόσμο των άστεγων, των εξαρτημένων, των κοριτσιών που αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα. Πολύτιμος συμπαραστάτης του στην προσπάθεια να ανακαλύψει τον δολοφόνο της ψυχολόγου θα είναι η νεαρή, εκκεντρική αλλά δαιμόνια υπαστυνόμος, Αΐντα Μητροπούλου.
«Ένιωθε ανάλαφρος και κεφάτος, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Αλλά μήπως έτσι δεν αντιλαμβανόμαστε την έλευση της άνοιξης; Ένα πρωί ξυπνάμε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο. Στην Αθήνα την άνοιξη τη φέρνουν οι νεραντζιές. Το πικρό άρωμά τους μεθάει τους κατοίκους της πόλης και τους κάνει να ξεχνούν τη βρομιά και το κυκλοφοριακό χάος. Για λίγο έστω, όσο κρατάει η άνοιξη, μια εποχή μονίμως εν ανεπαρκεία. Αυτά σκεφτόταν ο Χάρης, και άλλα πολλά. Την έκπληξη που θα έκανε στους παλιούς συναδέλφους του στη ΓΑΔΑ και την έκπληξη που είχε νιώσει ο ίδιος βλέποντας πολλά ξενοίκιαστα μαγαζιά στο Παγκράτι, τα γκρίζα πρόσωπα και την κατήφεια των κατοίκων της πόλης.»
«Από τη μεριά της θάλασσας η αύρα κατάφερε να βρει τον δρόμο ανάμεσα και πάνω από τα ψηλά και τα ψηλότερα κτίρια, κουβαλώντας μια πνοή αρμύρας. Ή ήταν ιδέα του; Σήκωσε τα μάτια και είδε το ματωμένο φεγγάρι να κυλάει αργά πάνω από την Ακρόπολη. Μετά, τα κατέβασε στα χέρια του με τις χειροπέδες. Κι αυτά ματωμένα ήταν.»